Εισαγωγικό ΣημείωμαΗ Μαύρη Καλλονή όταν ήταν ακόμα πουλάρι είχε εκφράσει την απορία του στη μητέρα του, για τη σκληρότητα τ
Η Μαύρη Καλλονή, όταν ήταν ακόμη πουλάρι, είχε εκφράσει την απορία στη μητέρα της για τη σκληρότητα των ανθρώπων. Είχε παρακολουθήσει μια ομάδα έφιππων κυνήγων που προσπαθούσε να σκοτώσει ένα λαγό και σ' αυτό το κυνήγι έχασαν τη ζωή τους ένας νέος άντρας και το άλογό του.
Όταν η Μαύρη Καλλονή έγινε τεσσάρων ετών, την πούλησαν στον κύριο Γκόρντον, γεγονός που τη λύπησε πολύ, γιατί ο πρώτος της αφέντης ήταν πολύ καλός. Εκεί, στο νέο σταύλο, γνωρίστηκε με δύο άλλα άλογα, τη Μέριλεγκς και την Τζίντζερ, με τις οποίες συχνά ανταλλάσσανε τις σκέψεις τους. Η Μαύρη Καλλονή ήταν σχεδόν ευχαριστημένη αλλά εκείνο που της έλειπε ήταν η ελευθερία. Όλο τον καιρό, τον περνούσε κλεισμένη στο σταύλο. Κι όταν ο Τζον, ο ιπποκόμος, την έβγαζε λίγο στο ύπαιθρο, παρεξηγούσε τα παιχνίδια της -που ήταν μία εκδήλωση της ανάγκης για κίνηση- και την έπαιρνε για επιπόλαιη.
Μία μέρα που η κυρία Γκόρντον ήταν άρρωστη, η Μαύρη Καλλονή χρειάστηκε να τρέξει πολλά χιλιόμετρα, χωρίς καμία ανάπαυση, για να φέρει τον χοντρό γιατρό γρήγορα στην κυρία της. Αυτό την κούρασε υπερβολικά. Ο Τζο, ο μικρός ιπποκόμος, που δεν ήξερε καλά τη δουλειά του, δεν την περιποιήθηκε όπως έπρεπε, με αποτέλεσμα να αρρωστήσει βαριά το ευγενικό άλογο.
Μετά από λίγο καιρό, η Μαύρη Καλλονή πουλήθηκε σε έναν αμαξά. Ο υπηρέτης του αμαξά ενδιαφερόταν περισσότερο για το κρασί και λιγότερο για την περιποίηση των αλόγων. Ένα καρφί από το πέταλο της Μαύρης Καλλονής είχε φύγει. Έτσι, ενώ το άλογο κάλπαζε πάνω σ' ένα δρόμο γεμάτο πέτρες, το πέταλο έφυγε και έσπασε το νύχι του αλόγου. Το αποτέλεσμα ήταν να σωριαστεί κάτω το ζώο ξεφορτώνοντας και τον μεθυσμένο ιπποκόμο.
Από το πέσιμο αυτό, τα γόνατα της Μαύρης Καλλονής σημαδεύτηκαν για πάντα. Την αφήσανε στο λιβάδι αρκετό καιρό για να αναλάβει και ύστερα την πούλησαν σε κάποιον που νοικίαζε άμαξες. Ο χωρισμός της Μαύρης Καλλονής από τα άλλα άλογα, με τα οποία την είχαν συνδέσει κοινά βάσανα, ήταν όσο συγκινητικός είναι και ο χωρισμός πολυαγαπημένων ανθρώπων. Στο νέο της αφεντικό, η Μαύρη Καλλονή έγινε άλογο της δουλειάς. Την έπαιρναν οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι και πολλοί από αυτούς ήταν αμάθητοι και την μεταχειρίζονταν άσχημα.
Η βασανισμένη ζωή του ευγενικού αυτού ζώου συνεχίστηκε πολλά χρόνια ακόμα, άλλοτε καλύτερα και άλλοτε χειρότερα. Άλλαξε πολλά αφεντικά και το δράμα κράτησε μέχρι την ημέρα που την ξαναβρήκαν οι πρώτοι της κύριοι. Και τότε, στο φθινόπωρο της μαρτυρικής της ζωής, η μοίρα εδέησε να της χαμογελάσει.
{saudioplayer autostart}Black Beauty Main Theme.mp3{/saudioplayer}
CHAPTER 1 My Early Home The first place that I can well remember was a large pleasant meadow with a pond of clear water in it. Some shady trees leaned over it, and rushes and water-lilies grew at the deep end. Over the hedge on one side we looked into a plowed field, and on the other we looked over a gate at our master?s house, which stood by the roadside; at the top of the meadow was a plantation of fir trees, and at the bottom a running brook overhung by a steep bank. While i was young i lived upon my mother?s milk, as i could not eat grass. In the daytime I ran by her side, and at night i lay down close by her. When it was hot, we used to stand by the pond in the shade of the trees, and when it was cold, we had a nice warm shed near the plantation. As soon as i was old enough to eat grass, my mother used to go out to work in the day time, and came back in the evening. There were six young colts in the meadow besides me; they were older than i was; some were nearly as large as grown-up horses. I used to run with them, and had great fun; we used to gallop all together round and round the field, as hard as we could go. Sometimes we had rather rough play, for they would frequently bite and kick as well as gallop. One day, when there was a good deal of kicking, my mother whinnied to me to come to her, and then she said: ?I wish you to pay attention to what I am going to say to you. The colts who live here are very good colts, but they are cart-horse colts, and, of course, they have not learned manners. You have been well bred and well born; your father has a great name in these parts, and your grandfather won the cup tow years at the Newmarket races; your grandmother had the sweetest temper of any horse I ever knew, and I think you have never seen me kick or bite. I hope you will grow up gentle and good, and never learn bad ways; do your work with a good will, lift your feet up well when you trot, and never bite or kick even in play.? I have never forgotten my mother?s advice; I knew she was a wise old horse,and our master thought a great deal of her. Her name was Duchess, but he often called her pet. Our master was a good, kind man. He gave us good food, good lodging, and kind words; he spoke as kindly to us as he did to his little children. We were all fond of him, and my mother loved him very much. When she saw him at the gate, she would neigh with joy, and trot up to him. He would pat and stroke her and say, ?Well, old Pet, and how is your little Darkie?? I was a dull black, so he called me Darkie; then he would give me a piece of bread, which was very good, and sometimes he brought a carrot for my mother. All the horses would come to him, but i think we were his favourites. My mother always took him to the town on a market day in a light gig. There was a plowboy, Dick, who sometimes came into our field to pluck blackberries from the hedge. When he had eaten all he wanted, he would have what he called fun with the colts, throwing stones and sticks at them to make them gallop. We did not much mind him, for we could gallop off; but sometimes a stone would hit and hurt us. One day he was at this game, and did not know that the master was in the next field; but he was there, watching what was going on;over the hedge he jumped in a snap, and catching Dick by her arm, he gave him such a box on the ear as made him roar with the pain and surprise. As soon as we saw the master, we trotted up nearer to see that went on. ?Bad boy!? he said, ?Bad boy! To chase the colts. This is not the first time, nor the second, but it shall be the last-there-take your money and go home. I shall not want you on my farm again.? So we never saw Dick any more. Old Daniel, the man who looked after the horses, was just as gentle as our master, so we were well off. |
Κεφάλαιο 1 Το πρώτο μου σπίτι Το πρώτο μέρος που θυμάμαι καλά ήταν ένα μεγάλο ωραίο λιβάδι με μια λιμνούλα με καθαρό νερό. Το σκέπαζαν μερικά δέντρα με την σκιά τους, και βούρλα και νούφαρα μεγάλωναν στην άκρη του. Πάνω από τον φράχτη στη μια πλευρά του λιβαδιού, βλέπαμε ένα οργωμένο χωράφι, και από την άλλη, βλέπαμε πάνω από μια αυλόπορτα το σπίτι του αφέντη μας, το οποίο βρισκόταν στην άκρη του δρόμου· Στο επάνω μέρος του λιβαδιού υπήρχε μια φυτεία από έλατα, και στο κάτω μέρος έτρεχε ένα ρυάκι με απότομη όχθη. Όταν ήμουν μικρό πουλάρι τρεφόμουν με το γάλα της μητέρας μου, καθώς δεν μπορούσα να φάω χορτάρι. Κατά την διάρκεια της ημέρας έτρεχα στο πλάι της, και το βράδυ ξάπλωνα κοντά της. Όταν έκανε ζέστη, συνηθίζαμε να στεκόμαστε κοντά στην λιμνούλα στην σκιά των δέντρων, και όταν έκανε κρύο, είχαμε μια ζεστή αποθήκη κοντά στην φυτεία. Όταν μεγάλωσα ώστε να μπορώ να φάω χορτάρι, η μητέρα μου πήγαινε για δουλεία την ημέρα, και επέστρεφε το απόγευμα. Υπήρχαν έξι νεαρά πουλάρια στο λιβάδι εκτός από εμένα· ήταν μεγαλύτερα από εμένα. Μερικά ήταν τόσο μεγάλα όσο και τα μεγαλύτερα σε ηλικία άλογα. Εγώ έτρεχα μαζί τους, και περνούσα ωραία. Καλπάζαμε όλα μαζί γύρω-γύρω στο λιβάδι, όσο γρηγορότερα μπορούσαμε. Μερικές φορές το παιχνίδι μας γινόταν λίγο άγριο, καθώς συχνά δάγκωναν και κλοτσούσαν εκτός από το να καλπάζουν. Μια μέρα, μετά από αρκετές κλωτσιές, η μητέρα μου χλιμίντρησε να πάω κοντά της, και μου είπε: «Εύχομαι να δώσεις σημασία σε αυτό που θα σου πω. Τα πουλάρια που μένουν εδώ είναι πολύ καλά, αλλά είναι πουλάρια για κάρα, και ,βέβαια, δεν έχουν μάθει καλούς τρόπους, εσύ αντίθετα ανατράφηκες καλά· ο πατέρας σου έχει ένα καλό όνομα σε αυτά τα μέρη, και ο παππούς σου κέρδισε το κύπελλο δυο φορές στους αγώνες του Newmarket? Η γιαγιά σου είχε τη γλυκύτερη διάθεση από κάθε άλλο άλογο που ξέρω, και επίσης νομίζω ότι δεν με έχεις δει ποτέ να κλοτσάω ή να δαγκώνω. Ελπίζω να γίνεις ένα καλό και ευγενικό άλογο, και να μην αποκτήσεις ποτέ κακές συνήθειες· Να κάνεις τη δουλεία σου με προθυμία, να σηκώνεις τα πόδια σου ψηλά όταν βαδίζεις , και ποτέ να μην δαγκώνεις ή να κλωτσάς ακόμα κι όταν παίζεις.» Ποτέ δεν ξέχασα τις συμβουλές της μητέρας μου· ήξερα ότι ήταν ένα σοφό γέρικο άλογο, και ο αφέντης μας την αγαπούσε πολύ. Το όνομά της ήταν Δούκισσα, αλλά συχνά την φώναζε κατοικίδιο. Ο αφέντης μας ήταν ένας καλός, και ευγενικός άνθρωπος. Μας έδινε καλό φαγητό, καλή κατοικία, και όμορφα λόγια· μας μιλούσε τόσο ευγενικά όσο και στο μικρό παιδί του. Τον συμπαθούσαμε όλοι, και η μητέρα μου τον αγαπούσε πολύ. Όταν τον έβλεπε στην πόρτα, χλιμίντριζε από ευτυχία, και πήγαινε κοντά του. Αυτός την χάιδευε και της έλεγε , «λοιπόν, αγαπημένη μου γριά, και πως είναι η μικρή μαυρούλα; » Ήμουν ολόμαυρη και, έτσι με αποκαλούσε μαυρούλα? έπειτα μου έδινε ένα καλό κομμάτι ψωμί, και μερικές φορές έφερνε και ένα καρότο για τη μητέρα μου. Όλα τα άλογα έρχονταν κοντά του, αλλά νομίζω ότι ήμασταν τα αγαπημένα του. Η μητέρα μου ήταν εκείνη που πάντα τον πήγαινε να δει κάποια παράσταση στην πόλη τις ημέρες της αγοράς. Υπήρχε ένα αγόρι που βοηθούσε στα χωράφια, ο Ντικ. Μερικές φορές ερχόταν μέσα στο λιβάδι μας για να κόψει βατόμουρα από τον φράχτη. Όταν έτρωγε όσα ήθελε έκανε όπως έλεγε, πλάκα με τα πουλάρια, πετώντας τους πέτρες και ξύλα με σκοπό να τα κάνει να καλπάσουν. Εμάς δεν μας ένοιαζε διότι μπορούσαμε να καλπάσουμε μακριά· αλλά κάποιες φορές η πέτρα μας χτυπούσε και μας τραυμάτιζε. Μια μέρα έπαιζε πάλι το ίδιο παιχνίδι, και δεν ήξερε ότι ο αφέντης μας ήταν στο διπλανό αγρό και, έβλεπε τι γινόταν. Πηδώντας πάνω από τον φράχτη αιφνιδιαστικά, άρπαξε τον Ντικ από το χέρι, και του έδωσε τέτοια μπουνιά στο αυτί που τον έκανε να ουρλιάζει από τον πόνο και την έκπληξη. Αμέσως μόλις είδαμε τον αφέντη, τρέξαμε κοντά για να δούμε τι συμβαίνει. «Κακό αγόρι!» είπε, «Κακό αγόρι! Να κυνηγάς τα πουλάρια! Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε η δεύτερη, αλλά θα είναι η τελευταία ? να - πάρε τα λεφτά σου και πήγαινε σπίτι. Δεν σε θέλω στην φάρμα μου ξανά». Από τότε δεν ξαναείδαμε τον Ντικ. Ο γέρο Ντανιέλ, ο άνθρωπος που φρόντιζε τα άλογα, ήταν τόσο ευγενικός όσο και ο αφέντης μας, και έτσι περνούσαμε καλά. |
Το έργο αυτό ξύπνησε τα ανθρωπιστικά ένστικτα της κοινωνίας, όπως και "Η Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά", που γράφτηκε επίσης από γυναίκα. Στην περίπτωση της "Μαύρης Καλλονής" το αντικείμενο των ανθρωπιστικών αισθημάτων ήταν τα άλογα που για την προστασία τους ιδρύθηκαν από τότε διάφορες Εταιρείες Ζωόφιλων. Η ιστορία του βιβλίου γίνεται δε περισσότερο δραματική από το γεγονός ότι ο ήρωας της είναι άλογο και δεν είναι σε θέση να εξωτερικεύσει τις διαμαρτυρίες του και να διεκδικήσει μία καλύτερη μεταχείριση από τους ανθρώπους.
Παρόλο που η "Μαύρη Καλλονή" ήταν από την αρχή της κυκλοφορίας της ένα από τα μυθιστορήματα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις και μεταφράστηκε σε δώδεκα γλώσσες, απέφερε στη συγγραφέα Άννα Σιούελ μόλις είκοσι αγγλικές λίρες. Όταν οι ζωοφιλικές εταιρείες του κόσμου κατάλαβαν τη συμβολή που προσέφερε στον αγώνα τους αυτό το έργο, δεν άργησαν να φροντίσουν να εκδοθεί το βιβλίο σε κάθε χώρα, όπου αυτό ήταν εφικτό. Η μεγάλη απήχηση που βρήκε η με τόσο ανθρώπινο και συμπαθητικό τόνο ιστορία της "Μαύρης Καλλονής", έκανε το βιβλίο κλασικό και εξασφάλισε παντοτινή φήμη στην Άννα Σιούελ, η οποία απεβίωσε μόλις πέντε μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου.
Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά προέρχεται από το βιβλίο της Anna Sewell, Black beauty, Penguin, 1994